- ασυγχρόνιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, προσαρμοσμένος στο πνεύμα της εποχής, οπισθοδρομικός: Η νομοθεσία της χώρας μας σε πολλά σημεία μένει ασυγχρόνιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.